κώνειο

κώνειο
(Conium). Γένος διετών, δηλητηριωδών φυτών της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Ο πιο γνωστός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Conium maculatum, ιθαγενές της Ευρώπης. Πρόκειται για πόα με λείο και κοίλο βλαστό, ύψους έως 3 μ., με πράσινο χρώμα που φέρει πορφυρές ή μαύρες κηλίδες στη βάση. Έχει πτεροσχιδή, μεγάλα, κατ’ εναλλαγή φύλλα και λευκά άνθη με πέντε πέταλα, οργανωμένα κατά σκιάδια στην άκρη των βλαστών. Το κ. ανθίζει από τον Μάιο έως τον Αύγουστο και αναδίδει μία ιδιαίτερα δυσάρεστη οσμή. Αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε σκιερές θέσεις και γόνιμα εδάφη. Το κ. είναι γνωστό από την αρχαιότητα για τις δηλητηριώδεις ιδιότητές του, οι οποίες οφείλονται στην αλκαλοειδή ουσία κωνεΐνη ή κωνιίνη που περιέχει, την οποία χρησιμοποιούσαν για την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι επιφέρει τον θάνατο χωρίς πόνους. Από την ιστορία είναι γνωστή η θανάτωση του Σωκράτη με χυμό από κ. Σήμερα, ωστόσο, θεωρείται φαρμακευτικό φυτό, με θεραπευτικές ιδιότητες, ευεργετικές για οιδήματα, νευραλγίες, λειχήνες, ψωριάσεις και άλλες δερματικές παθήσεις. Το δηλητηριώδες φυτό κώνειο (Conium maculatum) χρησιμοποιήθηκε στη θανάτωση του Σωκράτη.
* * *
το (Α κώνειον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια σκιαδοφόρα και περιέχουν αλκαλοειδή που είναι πολύ τοξικά για τον άνθρωπο και για τα ζώα («οι ψᾱρες τὸ κώνειον ἐσθίοντες οὐδὲν βλάπτονται», Γαλ.)
2. το δηλητήριο που παράγεται από αυτό το φυτό («κώνειον πιόντες ἀπέθανον», Ανδοκ.)
νεοελλ.
φρ. «μέ πότισε κώνειο» — μού έδωσε μεγάλη πίκρα με τα λόγια ή με τα έργα του
αρχ.
είδος καλαμοειδούς φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. παράγεται από κῶνος βασίζεται στην ομοιότητα τών φύλλων τού φυτού αυτού με τον καρπό τού πεύκου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κώνειο — το φυτό δηλητηριώδες, βρομόχορτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωνειίνη — η (φαρμ.) το κύριο αλκαλοειδές τού κωνείου, αλλ. κικουτίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνειο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cicutine < λατ. cicuta «κώνειο» + ine] …   Dictionary of Greek

  • Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… …   Dictionary of Greek

  • Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • αίγινος — αἴγινος, η, ον (Α) [αἴξ] 1. ο αιγικός* 2. ως ουσ. ονομασία τού φυτού κώνειο και τού δηλητηρίου που προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • κάμμορον — κάμμορον, τὸ (Α) 1. ψυκτικό φάρμακο 2. ποικιλία τού φυτού κάμαρος* 3. κώνειο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάμαρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”